ηλιοφάνεια

ηλιοφάνεια
Στη μετεωρολογία είναι ο λόγος του αριθμού των ωρών κατά τις οποίες ο Ήλιος είναι πραγματικά ορατός σε μια τοποθεσία (πραγματική η.) προς τον αριθμό των ωρών κατά τις οποίες ο Ήλιος θα έπρεπε –από αστρονομική άποψη– να φωτίζει την ίδια τοποθεσία (θεωρητική η.). O λόγος αυτός αναφέρεται συνήθως ως κλάσμα η. και είναι κατώτερος ή ίσος προς τη μονάδα κατά ανώτατο όριο. Απλούστερα, δείχνει το ποσόν της ενέργειας που δέχεται ένα σημείο της Γης (ή άλλου πλανήτη) από τον Ήλιο σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Τo ποσό αυτό εξαρτάται από την κλίση των ηλιακών ακτίνων (που μεταβάλλεται κατά τη διάρκεια της ημέρας και του έτους) και από τη διαφάνεια της ατμόσφαιρας (συντελεστής απροσδιόριστος). Σχετικά με την ετήσια μεταβολή η κλίση είναι μέγιστη στον ισημερινό· σχετικά με την ημέρα είναι μέγιστη σε μια ορισμένη εποχή στα πλάτη εκείνα που η διάρκεια της ημέρας είναι μεγαλύτερη. Στη φυσική γεωγραφία μιλάμε επίσης περί η., για να δείξουμε την εξωγενή διαβρωτική δράση που αναπτύσσεται επί των πετρωμάτων, όταν, εξαιτίας της διαφοράς των θερμοκρασιών μεταξύ ημέρας και νύχτας, επέρχεται απότομη διαστολή και συστολή των πετρωμάτων που έχει τελικό αποτέλεσμα τη δημιουργία ρωγμών, απολεπίσεων κλπ.
* * *
η [ηλιοφανής]·1 το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο ήλιος κατά τη διάρκεια τής ημέρας δεν είναι καλυμμένος από σύννεφα
2. ο χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα στην πραγματική ανατολή και στην πραγματική δύση τού ήλιου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ηλιοφάνεια — η το να μην είναι σκεπασμένος ο ήλιος από σύννεφα: Στην Ελλάδα τις περισσότερες ημέρες του χρόνου υπάρχει ηλιοφάνεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… …   Dictionary of Greek

  • βιότοπος — Όρος στη βιογεωγραφία και στην οικολογία για τον προσδιορισμό μιας περιοχής με καθορισμένο περιβάλλον, στην οποία ζουν ένα ή πολλά είδη φυτικών ή ζωικών οργανισμών. Η ζωή των ζώων π.χ. είναι στενά συνδεδεμένη με τον φυτικό κόσμο ενός… …   Dictionary of Greek

  • ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… …   Dictionary of Greek

  • κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… …   Dictionary of Greek

  • λιακάδα — η 1. το ηλιακό φως και η θαλπωρή που δίνει αυτό 2. ηλιοφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσιαστικοποιημένο τ. λιακό «μπαλκόνι» τού ουδετέρου τού επιθ. λιακός < ἡλιακός + κατάλ. άδα] …   Dictionary of Greek

  • νυκτοφάνεια — νυκτοφάνεια, ἡ (Α) (για τη Σελήνη) αυτή που λάμπει τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + φάνεια (< φανής < φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. ηλιοφάνεια] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”