- ηλιοφάνεια
- Στη μετεωρολογία είναι ο λόγος του αριθμού των ωρών κατά τις οποίες ο Ήλιος είναι πραγματικά ορατός σε μια τοποθεσία (πραγματική η.) προς τον αριθμό των ωρών κατά τις οποίες ο Ήλιος θα έπρεπε –από αστρονομική άποψη– να φωτίζει την ίδια τοποθεσία (θεωρητική η.). O λόγος αυτός αναφέρεται συνήθως ως κλάσμα η. και είναι κατώτερος ή ίσος προς τη μονάδα κατά ανώτατο όριο. Απλούστερα, δείχνει το ποσόν της ενέργειας που δέχεται ένα σημείο της Γης (ή άλλου πλανήτη) από τον Ήλιο σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Τo ποσό αυτό εξαρτάται από την κλίση των ηλιακών ακτίνων (που μεταβάλλεται κατά τη διάρκεια της ημέρας και του έτους) και από τη διαφάνεια της ατμόσφαιρας (συντελεστής απροσδιόριστος). Σχετικά με την ετήσια μεταβολή η κλίση είναι μέγιστη στον ισημερινό· σχετικά με την ημέρα είναι μέγιστη σε μια ορισμένη εποχή στα πλάτη εκείνα που η διάρκεια της ημέρας είναι μεγαλύτερη. Στη φυσική γεωγραφία μιλάμε επίσης περί η., για να δείξουμε την εξωγενή διαβρωτική δράση που αναπτύσσεται επί των πετρωμάτων, όταν, εξαιτίας της διαφοράς των θερμοκρασιών μεταξύ ημέρας και νύχτας, επέρχεται απότομη διαστολή και συστολή των πετρωμάτων που έχει τελικό αποτέλεσμα τη δημιουργία ρωγμών, απολεπίσεων κλπ.
* * *η [ηλιοφανής]·1 το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο ήλιος κατά τη διάρκεια τής ημέρας δεν είναι καλυμμένος από σύννεφα2. ο χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα στην πραγματική ανατολή και στην πραγματική δύση τού ήλιου.
Dictionary of Greek. 2013.